ἀποτελούμενος

ἀποτελούμενος
ἀποτελέω
bring to an end
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)
ἀποτελέω
bring to an end
fut part mid masc nom sg (attic epic doric)
ἀποτελέω
bring to an end
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • υφέγχυμα — το, Ν ανατ. ψευδοϊστός αποτελούμενος από μυκηλιακές υφές ορισμένων μυκήτων που είναι συνενωμένες κατά τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνονται στο μικροσκόπιο ως ιστός αποτελούμενος από κύτταρα διαφόρου μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφή + έγχυμα] …   Dictionary of Greek

  • TETRACHORDUM — instrumentum Orphei 4. chordis, unde nomen, constans, quorum sonis permixtis suavissimus edebatur sonus. Figurabat IV. Elementorum concordem discordiam, quorum concursu mixta omnia generantur, hôc modô: Chorda ὑπάτη ὑπάτων sonum edebat… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Σουμέριοι — Όρος προερχόμενος από το όνομα «Σούμερ» που οι Βαβυλώνιοι έδιναν στην Κάτω Μεσοποταμία, με τον οποίο δηλώνεται ο λαός που κατοίκησε εκεί μεταξύ 4ης και 2ης π.Χ. χιλιετίας. Οι ίδιοι οι Σ. ονόμαζαν τους εαυτούς τους «μαυροκέφαλους» και τη χώρα τους …   Dictionary of Greek

  • ίνωμα — Όγκος καλοήθους φύσης, που προέρχεται από τον συνδετικό ιστό. Μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα όργανα στα οποία υπάρχει συνδετικός ιστός: δέρμα, βλεννογόνοι, μύες, πνεύμονες, στόμαχος, μυοκάρδιο κ.ά. Αρκετά συχνό είναι το ί. της μήτρας, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αλλουβιακός — ή, ό (Γεωλ.) ο αποτελούμενος από προσχώσεις ή ο προερχόμενος από πρόσχωση «αλλουβιακά ριπίδια», «αλλουβιακό πεδίο», «αλλουβιακός σχηματισμός». [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλούβια, πρβλ. αγγλ. alluvial ή alluvian] …   Dictionary of Greek

  • βραχύστιχος — βραχύστιχος, ον (Μ) ο αποτελούμενος από λίγους στίχους …   Dictionary of Greek

  • δίβραχυς — ο (ΑΝ) (μετρ.) (στην αρχαία μετρική) πους αποτελούμενος από δύο βραχύχρονες συλλαβές, πυρρίχιος …   Dictionary of Greek

  • δίμορφος — η, ο (AM δίμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ή παρουσιάζεται με δύο μορφές 2. (για χημική ουσία) αυτή που παρουσιάζεται με δύο διαφορετικές κρυσταλλικές καταστάσεις αρχ. ο αποτελούμενος από δύο μορφές, ερμαφρόδιτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”