ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται … Dictionary of Greek
υφέγχυμα — το, Ν ανατ. ψευδοϊστός αποτελούμενος από μυκηλιακές υφές ορισμένων μυκήτων που είναι συνενωμένες κατά τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνονται στο μικροσκόπιο ως ιστός αποτελούμενος από κύτταρα διαφόρου μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφή + έγχυμα] … Dictionary of Greek
TETRACHORDUM — instrumentum Orphei 4. chordis, unde nomen, constans, quorum sonis permixtis suavissimus edebatur sonus. Figurabat IV. Elementorum concordem discordiam, quorum concursu mixta omnia generantur, hôc modô: Chorda ὑπάτη ὑπάτων sonum edebat… … Hofmann J. Lexicon universale
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Σουμέριοι — Όρος προερχόμενος από το όνομα «Σούμερ» που οι Βαβυλώνιοι έδιναν στην Κάτω Μεσοποταμία, με τον οποίο δηλώνεται ο λαός που κατοίκησε εκεί μεταξύ 4ης και 2ης π.Χ. χιλιετίας. Οι ίδιοι οι Σ. ονόμαζαν τους εαυτούς τους «μαυροκέφαλους» και τη χώρα τους … Dictionary of Greek
ίνωμα — Όγκος καλοήθους φύσης, που προέρχεται από τον συνδετικό ιστό. Μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα όργανα στα οποία υπάρχει συνδετικός ιστός: δέρμα, βλεννογόνοι, μύες, πνεύμονες, στόμαχος, μυοκάρδιο κ.ά. Αρκετά συχνό είναι το ί. της μήτρας, το οποίο… … Dictionary of Greek
αλλουβιακός — ή, ό (Γεωλ.) ο αποτελούμενος από προσχώσεις ή ο προερχόμενος από πρόσχωση «αλλουβιακά ριπίδια», «αλλουβιακό πεδίο», «αλλουβιακός σχηματισμός». [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλούβια, πρβλ. αγγλ. alluvial ή alluvian] … Dictionary of Greek
βραχύστιχος — βραχύστιχος, ον (Μ) ο αποτελούμενος από λίγους στίχους … Dictionary of Greek
δίβραχυς — ο (ΑΝ) (μετρ.) (στην αρχαία μετρική) πους αποτελούμενος από δύο βραχύχρονες συλλαβές, πυρρίχιος … Dictionary of Greek
δίμορφος — η, ο (AM δίμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ή παρουσιάζεται με δύο μορφές 2. (για χημική ουσία) αυτή που παρουσιάζεται με δύο διαφορετικές κρυσταλλικές καταστάσεις αρχ. ο αποτελούμενος από δύο μορφές, ερμαφρόδιτος … Dictionary of Greek